- καπνεργάτης
- ο, θηλ. καπνεργάτις και καπνεργάτρια και καπνεργάτισσααυτός που εργάζεται στα καπνά, ο ειδικός στην κατεργασία τών καπνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνεργάτης — ο θηλ. καπνεργάτρια και καπνεργάτισσα ο εργάτης που ασχολείται στην κατεργασία του καπνού: Χρειαζόμαστε για τα καπνά μας καλούς καπνεργάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνάς — ο 1. αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια τού καπνού 2. εργάτης που ασχολείται με την κατεργασία φύλλων καπνού, ο καπνεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. άς (πρβλ. τζαμ άς, ψωμ άς)] … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
Παρτσαλίδης, Δημήτριος — (Τραπεζούντα 1905 – Αθήνα 1980). Έλληνας πολιτικός. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1924 μαζί με τους γονείς του και τέλειωσε το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε αρχικά στο Γραφείο Εποικισμού της Καβάλας, απ’ όπου όμως απολύθηκε για… … Dictionary of Greek
καπνάς — ο καπνοκαλλιεργητής, καπνοπαραγωγός, καπνεργάτης: Eίναι πολύ σκληρή η δουλειά του καπνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)